Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

чрный -

  • 1 день

    дня α.
    1. μέρα, ημέρα•

    солнечный день ηλιόλουστη μέρα•

    буднишний день εργάοιμη μέρα, η καθημερινή•

    рабочий день εργάσιμη μέρα•

    праздничный день γιορτινή μέρα•

    наступит день θά έρθει η μέρα•

    следующий день η επόμενη μέρα, η επαύ-ριο•

    санитарный день μέρα καθαριότητας των εδωδιμοπωλείων.

    2. εικοσιτετράωρο, μερόνυχτο•

    он пять дней болел αυτός ήκχν άρρωστος πέντε μέρες.

    3. ημερομηνία. || γιορτή•

    день печати μέρα του τύπου•

    день радио μέρα του ραδίου•

    день артиллерии μέρα του πυροβολικού•

    день победы μέρα της νίκης•

    день военно-морского флота μέρα του πολεμικού ναυτικού•

    день рождения τα γενέθλια•

    международный женский день διεθνής μέρα της γυναίκας.

    4. καιρός, χρόνος, εποχή, χρονική περίοδος•

    в дни молодости στα νεανικά χρόνια•

    в наши дни στον καιρό μας, στις μέρες μας.

    || ζωή•

    конец дней το τέλος των ημερών•

    закат дней τό βασίλεμα της ζωής.

    εκφρ.
    считанные дни – μετρημένες είναι οι μέρες, πλησιάζει το τέλος•
    чрный день – δύστυχος καιρός, μαύρες (δυστυχισμένες) μέρες•
    повс-тка ή порядок дня – ημερήσια διάταξη•
    третьего дня – προχτές•
    дни (чьи) сочтены – οι μέρες του είναι μετρημένες, έφτασε το τέλος•
    день в – ακριβώς στην καθορισμένη μέρα•
    день за день – μονότονα, στερεότυπα•
    изо дня в день – καθημερινά•
    ото дня – από μέρα σε μέρα (βαθμιαία)•
    со дня на день – α) από μέρα σε μέρα. β) μια από τις προσεχείς μέρες•
    на днюπαλ. στη διάρκεια της μέρας, τη μέρα•
    на днях – αυτές τις μέρες•
    не по дням, а по часам растт – με τις ώρες μεγαλώνει•
    скоромный день – αρτήσιμη μέρα (μη απαγόρευση κρεάτων και γαλακτερών)•
    постный день – νηστήσιμη μέρα•
    несколько дней тому назад – πριν μερικές μέρες•
    в назначенный – ί-την καθορισμένη μέρα•
    каждый день – κάθε μέρα, καθημερινά•
    с каждым днм – μέρα με τη μέρα, κάθε μέρα και (βαθμιαία)•
    в один прекрасный день – ένα ωραίο πρωί, μιά καλή μέρα•
    за два дня до – δυό μέρες πριν, την προπαραμονή•
    на другой день – την άλλη μέρα, την επαύριο•
    день спустя – μια μέρα μετά, υστερ' από μια μέρα•
    завтрашний день – η αυριανή μέρα, η αύριο•
    в течение сегоднящего дня – στη διάρκεια της σημερινής μέρας, όλη τη μέρα σήμερα•
    до сего дня ή до сегоднящего дня – μέχρι σήμερα•
    день на день не приходится – η μιά μέρα με την άλλη δε μοιάζει.

    Большой русско-греческий словарь > день

  • 2 кабинет

    -а. α.
    1. ιδιαίτερο δωμάτιο• γραφείο εργασίας•

    кабинет директора γραφείο διευθυντή•

    кабинет врачи ιατρείο•

    физический кабинет αίθουσα πειραματικής φυσικής•

    химический кабинет χημείο•

    зубоврачебный кабинет οδοτοιατρείο.

    2. κυβέρνηση κράτους• υπουργείο•

    сформировать кабинет σχηματίζω κυβέρνηση•

    кабинет министров η κυβέρνηση.

    εκφρ.
    кабинет задумчивости – αποχωρητήριο•
    чрный - – γραφείο λογοκρισίας επιστολών.

    Большой русско-греческий словарь > кабинет

  • 3 народ

    α.
    1. λαός•

    советский народ σοβιετικός λαός•

    греческий народ ελληνικός λαός•

    все -ы мира όλοι οι λαοί της γης•

    трудовой народ ο λαός της δουλειάς (οι εργαζόμενοι).

    2. άνθρωποι•

    там был разный народ εκεί ήταν διάφοροι άνθρωποι.

    || κόσμος•

    собралось много -у μαζεύτηκε πολύς κόσμος.

    εκφρ.
    простой народ – ο απλός λαός, λαοτζίκος, κοσμάκης, πόπολο•
    чрный (подлый) народ – (στην ταζική κοινωνία) οι απόκληροι της γης, η φτωχολογιά•
    на -е – στην κοινωνία, στον κόσμο, με τον κόσμο•
    на весь народ – μεγαλώφωνα, στην διαπασών, με τυρρηνική σάλπιγγα.

    Большой русско-греческий словарь > народ

  • 4 отложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βάζω κατά μέρος• αποθέτω. || αφήνω, διατηρώκάτι για κάποιον•

    отложить на чрный день βάζω στην άκρη για ώρα ανάγκης.

    || τέμνω, χωρίζω.
    2. αναβάλλω•

    отложить на завтра αναβάλλω για αύριο•

    отложить свадьбу αναβάλλω το γάμο.

    3. παλ. αναδιπλώνω•

    отложить воротника κατεβάζω το γιακά.

    4. ξεζεύω.
    5. (διαλκ.) ανοίγω, σύρω, τραβώ (τοσύρτη, μάνταλο κ.τ.τ.).
    6. γεννώ, αποθέτω•

    отложить яйца αποθέτω αυγά για κλώσσισμα•

    отложить икру αποθέτω το γόνο, γονοβολώ, ωοτοκώ.

    7. (γεωλ.) σχηματίζω στρώματα.
    εκφρ.
    отложить попечение – δε φροντίζω πια, παύω να φροντίζω.
    1. (γεωλ.) κατακάθομαι, σχηματίζω στρώμα.
    2. μτφ. εντυπώνομαι, μου κολλά, μου μπαίνει•

    отложить в памяти εντυπώνομαι στη μνήμη.

    3. παλ. αποσπώμαι, ξεχωρίζω, γίνομαι ανεξάρτητος. || απομακρύνομαι, αποφεύγω απομονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отложить

  • 5 перец

    -рца α.
    1. πιπεριά.
    2. πιπέρι•

    чрный перец μαύρο πιπέρι•

    красный перец κόκκινο πιπέρι•

    посипатъ перец ρίχνω πιπέρι, πιπερώνω.

    3. μτφ. δηκτικότητα αρχιλόχειο βέλος• τσουκνίδα.

    Большой русско-греческий словарь > перец

  • 6 трюфель

    -я, γεν. πλθ. -ей α. ύδνο(επιστ,) ύτανο, ύτνο, ύκνο (λκ.).
    πλθ. -и καραμέλες υ,δνοειδείς•

    чрный трюфель μαύρο ίτανο, ύδνο το μέλαν.

    Большой русско-греческий словарь > трюфель

  • 7 хлеб

    -а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.
    1. ψωμί•

    пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•

    белый хлеб άσπρο ψωμί•

    чрный хлеб μαύρο ψωμί•

    ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•

    кусок -а κομμάτι ψωμιού•

    ломоть -а η φέτα ψωμιού•

    чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•

    пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•

    домашний -σπιτίσιο ψωμί.

    2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.
    3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,
    4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•

    добывать хлеб βγάζω το ψωμί•

    отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•

    лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).

    εκφρ.
    насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•
    водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•
    жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > хлеб

  • 8 ход

    -а (ходу), προθτ. в -е κ. в -у, на -е κ. на -у, πλθ. ходы κ. хода κ. хода α.
    1. (в -е, на -у)• κίνηση, μετακίνηση• βάδισμα• πορεία•

    ход вперд κίνηση προς τα μπρος•

    ход поезда η κίνηση του τρένου•

    тихий ход σιγανή κίνηση•

    полным -ом μ όλη την ταχύτητα, (ναυτ.) πλησίστιος•

    средний ход μέση ταχύτητα•

    два часа -у δυο ώρες κίνησης ή πορείας•

    дать ход передний, задний δίνω κίνηση μπρος, πίσω• κάνω μπρος, πίσω•

    пустить в -βάζω μπρος• (σε κίνηση)•

    работы идут полным -ом οι εργασίες γίνονται με ταχύτατους ρυθμούς•

    всё пошло в ход όλα μπήκαν σε κίνηση•

    на -у он приседал αυτός βάδιζε λίγο σκυφτά•

    по -у узнавать кого από το βάδισμα γνωρίζω κάποιον.

    || η ταχύτητα•

    замедлить ход ελαττώνω την ταχύτητα.

    || παλ.εκκλσ. πομπή• λιτανεία•

    крестный ход η περιφορά του σταυρού.

    2. μτφ. εξέλιξη• πορεία•

    ход событий η εξέλιξη των γεγονότων•

    ход сражения η εξέλιξη της μάχης•

    постепенный ход βαθμιαία εξέλιξη•

    ход исторического развития η πορεία της ιστορικής εξέλιξης.

    3. λειτουργία•

    плавный ход мотора ομαλή (κανονική) λειτουργία του μοτέρ•

    4. κίνηση με, δια•

    колсный ход η κίνηση με τροχούς•

    гусеничный ход η κίνηση με ερπύστρια•

    коляска на резиновом -у καροτσάκι με λαστιχένιες ρόδες.

    5. κίνηση• ξεκίνημα (στο παίξιμο)•

    ход пешкой η κίνηση με το πιόνι•

    ход тузом το παίξιμο με τον άσο.

    || η σειρά έναρξης•

    твой ход η σειρά σου (να παίξεις).

    6. τρόπος, κόλπο, μανούβρα.
    7. (μουσ.)• μετάπτωση, πέρασμα, μεταλλαγή.
    8. είσοδος•

    ход парадный η κύρια είσοδος•

    чрный ход η είσοδος υπηρεσίας, η πισόπορτα•

    ход со двора είσοδος από την αυλή•

    потайной ход κρυφή είσοδος•

    комната с отдельным -ом δωμάτιο με ξεχωριστή (ιδιαίτερη) είσοδο.

    || δίοδος, πέρασμα, διάβαση•

    подземный ход υπόγεια βιάβαση.

    || μέρος πολυδιάβατο, με μεγάλη κίνηση.
    εκφρ.
    на -у – στα γρήγορα, στα πεταχτά•
    ход (ходы, ходы) • – (στρατ.) όρυγμα επικοινωνίας•
    полный -! – (παράγγελμα)• τάχιστα!•
    -ом! – (απλ.) γρήγορα, ταχιά•
    своим -ом – με το δικό μου τρόπο•
    дело идёт своим -ом – η υπόθεση ακολουθεί την πορεία της•
    - у дать – φεύγω το βάζω στα πόδια•
    дать ход – α) ξεκινώ, βάζω μπρος•
    шофр дал ход – ο σωφέρης ξεκίνησε, β) κατευθύνω στον κανονικό δρόμο•
    не дать -у – εμποδίζω την ανάπτυξη ικανοτήτων•
    пойти в - – πιάνω, διαδίδομαι, χρησιμοποιούμαι ευρύτατα.• пустить в ход βάζω σε χρήση, κυκλοφορία• εφαρμόζω•
    дело пошло в ход – η υπόθεση (η δουλειά) ξεκίνησε.

    Большой русско-греческий словарь > ход

  • 9 шар

    -а (με τα αριθμητικά:2,3,4: шара) α.
    1. (γεωμ.) η σφαίρα.
    2. κάθε σφαιροειδές αντικείμενο•

    бильярдные -ы οι μπίλες του μπιλιάρδου.

    3. παλ. σφαιρίδιο (ψηφοφορίας)•

    белый шар λευκό σφαιρίδιο (υπέρ)•

    чрный шар το μαύρο σφαιρίδιο (κατά).

    4. (απλ.) πλθ. шары, -ов τα μάτια.
    εκφρ.
    земной шар – γήινη σφαίρα•
    шар запить -ы – πίνω, το τσούζω, μεθώ•
    хоть -ом покати – τελείως άδειος, κενός.

    Большой русско-греческий словарь > шар

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»